Τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου σε ανοιχτή επιστολή, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, διατυπώνουν την άποψη ότι η προσωρινή απόσπαση των αρχαίων του σταθμού Βενιζέλου δεν αίρει τη δυνατότητα καταχώρισής τους στα μνημεία της UNESCO, αναφέροντας ως παράδειγμα τα ιερά Αμπού Σίμπελ και της νήσου Φίλαι στην Αίγυπτο. Η θέση αυτή πυροδότησε έντονο διάλογο σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο.
Τα δύο μνημειακά σύνολα δεν είναι συγκρίσιμα ως προς τις διαδικασίες της UNESCO για τους παρακάτω λόγους:
1. Η μετακίνηση των αιγυπτιακών μνημείων πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εποχή που δεν υπήρχε η σημερινή τεχνογνωσία και νομοθετικά πλαίσια για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
2. Η απόσπασή τους οφείλεται στην κατασκευή του φράγματος του Ασουάν, έργου ζωτικής σημασίας για την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τον Χάρτη της Βενετίας (1964), η μετακίνηση όλου ή μέρους ενός μνημείου δεν επιτρέπεται παρά μόνο όταν το απαιτεί η προστασία του ή όταν δικαιολογείται από εθνικό ή διεθνές συμφέρον υψίστης σημασίας (η τυχόν μετακίνηση των αρχαιοτήτων στη Θεσσαλονίκη δεν θα γίνει για λόγους προστασίας, αλλά για την κατασκευή ενός σταθμού του μετρό που δεν χαρακτηρίζεται εθνικό έργο υψίστης σημασίας. Επίσης ο Χάρτης δεν εννοεί ότι είναι δυνατή η απόσπαση ανασκαφικών κατάλοιπων και η επανατοποθέτησή τους στην ίδια θέση).
3. Η εγγραφή των μνημείων της Αιγύπτου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς δεν αποτελεί «δεδικασμένο» και κανόνα. Η καταχώρισή τους σηματοδότησε τη διεθνή εκστρατεία της UNESCO το 1960 για τη διάσωσή τους. Η κινητοποίηση αυτή ευαισθητοποίησε τη διεθνή κοινότητα και ανέδειξε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός νομικού πλαισίου με δημόσιο και συλλογικό χαρακτήρα για την προστασία της παγκόσμιας φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς με αποτέλεσμα την υιοθέτηση της σχετικής Σύμβασης το έτος 1972.
4. Η ανάδειξή τους επίσης ως παγκόσμιων μνημείων το έτος 1979 ταυτίζεται με την πρώτη περίοδο τήρησης των βασικών αρχών της Σύμβασης. Από το έτος 1992 υιοθετήθηκαν πολιτικές και στρατηγικές με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία, τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, τις νέες παγκόσμιες προκλήσεις και τους στόχους του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών. Η εκπόνηση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με την εξέλιξη των εννοιών, των κριτηρίων και των μεθόδων διατήρησης που οφείλουν να εφαρμόζουν τα συμβαλλόμενα μέρη λειτουργεί ως ένα δευτερογενές Δίκαιο με επιπτώσεις σε περίπτωση αποκλίσεων. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι η Επιτροπή εξέφρασε πρόσφατα αντιρρήσεις για την κατασκευή φράγματος εντός του καταφύγιου άγριων ζώων Selous Game Reserve, μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς, στην Τανζανία.
Η έννοια «εξαιρετική οικουμενική αξία», πυλώνας της Σύμβασης, έχει διασαφηνιστεί με τη θέσπιση κριτηρίων και άλλων παραμέτρων (αυθεντικότητα, ακεραιότητα) που πρέπει να πληρούν τα παγκόσμια μνημεία.
Το κριτήριο της αυθεντικότητας έχει τις ρίζες του στην ευρωπαϊκή πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι οδηγίες ορίζουν ότι το σχέδιο, τα υλικά, η τεχνική αρτιότητα και η συμβατότητα με τον περιβάλλοντα χώρο αποτελούν τις ιδιότητες της αυθεντικότητας. Η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού ανέδειξε σειρά προβλημάτων. Οσον αφορά τα ευρωπαϊκά μνημεία υπήρξε προβληματισμός αν θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές αποκαταστάσεις μνημείων σε αντίθεση με τις αρχές του Χάρτη της Βενετίας, σύμφωνα με τον οποίο η αποκατάσταση βασίζεται στα αυθεντικά στοιχεία του μνημείου και σταματάει όπου αρχίζουν οι υποθέσεις.
Το 1994 υιοθετήθηκε το Κείμενο του Νάρα που διεύρυνε τις ιδιότητες της αυθεντικότητας (χρήση και λειτουργία, παραδόσεις, γλώσσα και άλλες μορφές της άυλης κληρονομιάς), θεμελιωμένο στη σημασία της πολιτιστικής πολυμορφίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις παλαιότερα έγιναν αποδεκτές αποκαταστάσεις παγκόσμιων μνημείων τα οποία έχουν καταστραφεί από ένοπλες συρράξεις (το ιστορικό κέντρο της Βαρσοβίας, η παλιά γέφυρα και το ιστορικό κέντρο του Μοστάρ). Επίσης η καταχώριση της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου και της μεσαιωνικής Καρκασόν στη Γαλλία αιτιολογήθηκε ως δείγμα της ιστορίας της αναστήλωσης.
Η τυχόν επανατοποθέτηση του μνημειακού συνόλου της Θεσσαλονίκης που περιλαμβάνει τον πολεοδομικό ιστό (decumanus maximus και cardo) δεν είναι δυνατόν να έχει την αρχική αυθεντική τεχνική αρτιότητα και τις ιδιότητες της ακεραιότητας.
Η Θεσσαλονίκη, δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά την Κωνσταντινούπολη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αναδεικνύεται ως μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο, διεθνής εμπορική αγορά, πραγματικό σταυροδρόμι οδικού δικτύου που ενώνει την Ανατολή με τη Δύση.
Το μοναδικό βυζαντινό σταυροδρόμι με τα επιβλητικά κτιριακά συγκροτήματα και το πλήθος καταστημάτων και εργαστηρίων σηματοδοτεί την κοινωνική, την καλλιτεχνική, την πνευματική και την οικονομική ζωή της πόλης.
Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Καμενιάτης στο έργο του «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης» περιγράφει την πλούσια αγορά της πόλης όπου βρίσκει κανείς αφθονία αγαθών, όπως μεταξωτά υφάσματα, πολύτιμους λίθους, χρυσό και άργυρο, και εξυμνεί το υψηλό πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο των πολιτών της.
Στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO έχουν εγγραφεί αρχαιολογικοί χώροι άλλων χωρών που περιλαμβάνουν το ρωμαϊκό ρυμοτομικό σχέδιο (decumanus maximus και cardo), όπως το Τιμγκάντ στην Αλγερία, το Ερκουλάνουμ στην Ιταλία, η Παλμύρα στη Συρία, η Πέτρα στην Ιορδανία.
Στο κέντρο της Σόφιας διατηρείται κατά χώραν ο decumanus maximus της Αρχαίας Σερδικής που αποκαλύφθηκε πριν από μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια κατασκευής του μετρό. Σε περίπτωση που το μνημειακό σύνολο της Θεσσαλονίκης διατηρηθεί κατά χώραν είναι εφικτό να προταθεί μαζί με το αντίστοιχο της Βουλγαρίας ως σειριακή υποψηφιότητα στην UNESCO.
Η απόσπαση των αρχαίων του σταθμού Βενιζέλου θα σημάνει την ανεπιστρεπτί απώλεια πολύτιμης μαρτυρίας για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και της ιστορικής μνήμης για τις μελλοντικές γενεές.
*Αρχαιολόγος, πρ. αντιπρόεδρος της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς